- ρελατιβιστής
- ο, Νο σχετικιστής.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. relativist < υστερολατ. relativus (βλ. ρελατιβισμός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρελατιβιστικός — ή, ό, Ν [ρελατιβιστής] ο σχετικός με τον ρελατιβισμό ή τον ρελατιβιστή … Dictionary of Greek